- προδηλώ
- -όω, Α1. καθιστώ κάτι φανερό εκ τών προτέρων2. δηλώνω σαφώς, πλήρως3. δίνω από πριν οδηγίες, υποδείξεις σε κάποιον να κάνει κάτι4. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) προδηλούμενος, -ένη, -ον(σχετικά με πρόσ.) αυτός που προαναφέρθηκε.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + δηλῶ «δηλώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.